Το τρίμηνο των αποφάσεων

Το τελευταίο διάστημα και στη βάση μιας στρεβλής ερμηνείας των εκλογικών αποτελεσμάτων της 22ας Μαίου, ακούγονται ερωτήματα για τη σκοπιμότητα συνέχισης των συνομιλιών στο κυπριακό, με συνοδεία από διάφορε ηχηρές διακηρύξεις περί «επανατοθέτησης του κυπριακού» ή την πρόταση να κάνουμε «εξ αρχής διαπραγμάτευση» αφήνοντας πίσω τις Συμφωνίες Κορυφής και τα ψηφίσματα του ΟΗΕ. Αυτή η άποψη δημοσίως εκτιμά ότι η Άγκυρα θέλει πλήρη κηδεμονία της νήσου και ότι πάγιος στόχος της είναι η πλήρης κατάληψη του νησιού. Αν έτσι έχουν τα πράγματα, και αν αυτή η θέση έχει εσωτερική συνοχή, τότε έπρεπε να λέει δημοσίως κάτι πιο συνεπές σε όσα εκτιμά ως πολιτική της Άγκυρας. Δηλαδή να προτείνει ανοικτά «όχι σε διακοινοτικές συνομιλίες με την τ/κ πλευρά» και «κανένας διάλογος κάτω από την αιγίδα των ΗΕ». Ως υπενθύμιση αλλά και χάριν της τεκμηρίωσης της κριτικής πάνω σε αυτή την άποψη, θυμίζω ότι στις 3 Οκτωβίου 2005 η Λευκωσία ως πλήρες μέλος της ΕΕ και με πρόεδρο που εξέφραζε αυτές τις σκέψεις, έδωσε πράσινο φως στην κατοχική δύναμη να αρχίσει ενταξιακές συνομιλίες, χωρίς κανένα αντάλλαγμα!

Οι αντιφάσεις αυτές, η προβολή ανέφικτων στόχων, η καλλιέργεια μιας εξωπραγματικής εικόνας σχετικά με τις δυνατότητες και επιδιώξεις μας, παρεμποδίζουν την Κύπρο από τη διεκδίκηση της ρεαλιστικής δυνατότητας να αλλάξει σελίδα. Οδηγούν, εκ του αποτελέσματος, στην παγίωση των τετελεσμένων της εισβολής, και σε αναζήτηση μιας πορείας χωρίς κανένα σύμμαχο ούτε στον ΟΗΕ, ούτε στην ΕΕ, ούτε και στην ευρύτερη διεθνή σκηνή. Είναι ιδιαιτέρως σημαντικό να υπογραμμίσει κανείς ότι η πολιτική του τερματισμού των συνομιλιών θα φέρει αλυσιδωτές εξελίξεις με πρώτη εκείνη που συνδέεεται με το απ’ ευθείας εμπόριο. Ήδη στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο η πρόταση παραμένει σε προτεραιότητα και οι συσχετισμοί εξαιρετικά επισφαλής ως προς την παρεμπόδισή της. Λύσεις θα βρούμε εάν και εφόσον κατανοήσουμε και αξιοποιήσουμε τη μόνη στρατηγική που μπορεί να ολοκληρώσει με επιτυχία τη διαπραγμάτευση : την αξιοποίηση της ΕΕ ως καταλύτη μιας αλλαγής. Η περιχαράκωση δεν βοηθά παρά μόνο τη στασιμότητα. Η καχυποψία έναντι πάντων οδηγεί στην εσωστρέφεια και αυτή με τη σειρά της στη στασιμότητα. Στασιμότητα όμως δεν θα υπάρξει. Η στασιμότητα σημαίνει πρακτικά κινητικότητα. Δηλαδή, εξέλεγκτα σύνορα με την Τουρκία σε όλο το μήκος της Πράσινης Γραμμής, διαρκής αμφιβολία για το αύριο, περαιτέρω δυσκολίες στην αξιοποίηση των κοιτασμάτων φυσικού αερίου, μια Κύπρος-παρίας στη διεθνή ζωή, μισός εταίρος στην ΕΕ από τη στιγμή που θα τεθεί σε εφαρμογή ο κανονισμός για το απ’ ευθείας εμπόριο.

Αυτό δεν μπορεί να είναι το μέλλον μας, ούτε μπορεί κανείς να ικανοποιείται με την εξαγωγή ευθύνης στους ξένους. Η ευθύνη της εκλεγμένης πολιτικής ηγεσίας δεν μεταφέρεται στους ώμους άλλων, η εκλεγμένη ηγεσία έχει την ευθύνη να καθοδηγήσει τις εξελίξεις, και όχι να καταγγέλλει κακώς κείμενα. Οι πολιτικά υπεύθυνοι χειριστές είναι εκείνοι που έχει την κύρια ευθύνη να αντιμετωπίσουν τις δυσκολίες και να βρουν τις πιο ικανοποιητικές λύσεις στα πλαίσια ενός βιώσιμου και κοινά αποδεκτού συμβιβασμού. Αυτή είναι η πιο σημαντική ευθύνη για κάθε υπεύθυνο πολιτικό: να συμβάλει στην απαλλαγή της Κύπρου από τα κατοχικά στρατεύματα και να δημιουργήσει τις συνθήκες για την Κύπρο της ελευθερίας και της ανάπτυξης.

Το σημερινό σκηνικό στις συνομιλίες βεβαιώνει ότι τα πράγματα έχουν φτάσει σε κομβικό σημείο. Όλα τα μεγάλα ζητήματα έχουν συζητηθεί εξαντλητικά σε τεχνοκρατικό επίπεδο και αυτό που χρειάζεται είναι η τελική διαπραγμάτευση στο πιο υψηλό επίπεδο, ώστε οι δύο ηγέτες να χρησιμοποιήσουν τα πιο ισχυρά πολιτικά τους κριτήρια. Τώρα είναι η ώρα για τη συνολική διαπραγμάτευση, καθώς ολόκληρη η διαπραγματευτική ύλη είναι εκεί. Το επόμενο τρίμηνο θα δώσει μια πλήρη εικόνα για όσα έχουν συζητηθεί στο τραπέζι των συνομιλιών, σε όσα σημεία θα μπορέσουν να γεμίσουν με «μαύρο» στυλό τις στήλες των συγκλίσεων.