Βήμα για ένα “νέο κοινωνικό συμβόλαιο”

Στις σημερινές συνθήκες χρειάζεται να καθοριστεί μια νέα πολιτική για τους μισθούς στο δημόσιο και ημιδημόσιο τομέα. Οι συνθήκες που δημιούργησαν την προηγούμενη κατάσταση πραγμάτων έχουν εκλείψει, συνεπώς έκτακτες συνθήκες, έκτακτες πολιτικές. Τι γίνεται στην πραγματικότητα; Επί της ουσίας διατηρούμε τις ίδιες αντιλήψεις για τους μισθούς (υποχρεώσεις, δικαιώματα, αμοιβές), με τη διαφορά να προκύπτει από τις μειώσεις που έχουν γίνει στα πλαίσια της προσπάθειας για μείωση των δαπανών του δημόσιου τομέα, για μείωση του κρατικού μισθολογίου με βάση τη συμφωνία κυβέρνησης- τρόικας. Συνεπώς το σχήμα είναι «παλαιά μισθολόγια -πλην περικοπές, ίσον άνισες μειώσεις». Αυτή η λογική δεν οδηγεί σε κοινωνικά αποδεκτές λύσεις καθώς αυτή η ρύθμιση διατηρεί όλα τα άνισα, αντιφατικά και απαράδεκτα στοιχεία που έρχονται από την παλαιά εποχή.

Θεωρώ ότι ήρθε η ώρα, αν πραγματικά μιλάμε για λύσεις βασισμένες στις αρχές μιας κοινωνικής αλληλεγγύης να διαγράψουμε ένα πλαίσιο που να ορίζει τις ευθύνες και τα καθήκοντα, τι δικαιούται και πόσο κάθε διαφορετικός κλάδος, και με ποιον τρόπο μπορούμε να πετύχουμε ένα πιο δίκαιο τρόπο στις αμοιβές, μέσα σε ένα πιο δίκαιο κοινωνικό περιβάλλον, σε μια ανοικτή και ανταγωνιστική κοινωνική οργάνωση. Αυτό μπορεί να προκύψει μέσα από τη συνεργασία ανάμεσα στα κόμματα, τα συνδικάτα και τους κοινωνικούς εταίρους, γεγονός που θα οδηγήσει σε μια περιεκτική πρόταση για τις αμοιβές, τις διαβαθμίσεις και τις ανατροπές. Δύο βασικές αρχές μπορούν να καθοδηγήσουν τα πράγματα: πρώτο, όχι στην ομοιομορφία στις αμοιβές γιατί καταστρέφει την αναπτυξιακή διαδικασία και τη διαφορετική αξία, δεύτερο, ναι, στη μείωση των ανισοτήτων γιατί αυτή εκτρέφει την κοινωνική αδικία και αυτή με τη σειρά της υπονομεύει την αναπτυξιακή προσπάθεια. Συνεπώς έχοντας αυτούς τους δύο δείκτες ως κατευθυντήριες βάσεις μιας αλλαγής, μπορούμε να επιτύχουμε της αναγκαίες μακροπρόθεσμες στρατηγικές με στόχο μια πιο δίκαιη κοινωνική οργάνωση και όχι απλώς μια πιο δίκαιη κατανομή των προβλημάτων ή των δεσμεύσεων που προκύπτουν από τις πρόνοιες του μνημονίου.

Το ζήτημα είναι ιδιαίτερα πολύπλοκο γιατί οι διάφορες κοινωνικές ομάδες δεν είναι πρόθυμες να παραιτηθούν από κάποια προνόμια ούτε φαίνεται να είναι πρόθυμες να προτείνουν στα μέλη τους μια πολιτική που υπηρετεί τα πραγματικά, μακροπρόθεσμα, ζωτικά συμφέροντα των μελών του. Το δίλημμα, ωστόσο, είναι απολύτως σαφές: ή εφαρμόζουμε μια πολιτική που «αφαιρεί» κάποια προνόμια τώρα, αλλά διασφαλίζει το όλον και, κυρίως τη μακροπρόθεσμη αντοχή των θέσεων εργασίας και των μισθών, αλλιώς βήμα βήμα θα οδηγηθούμε στην απώλεια πολύ περισσότερων θέσεων εργασίας και στην περιθωριοποίηση μεγάλου τμήματος του κυπριακού πληθυσμού.

Σήμερα το διπλό στοίχημα είναι να μειώσουμε τις κοινωνικές αδικίες και να οργανώσουμε την κοινωνία μας με βάση νέα κοινωνικά κριτήρια, με αναδιανομή μισθών πάνω σε συμφωνημένα, ορθολογικά κριτήρια, με θεσμοθετημένες διαδικασίες και κατευθύνσεις. Όσοι ενδιαφέρονται να προωθήσουμε μια πολιτική με κανόνες, με αίσθημα ευθύνης απέναντι στο μέλλον της εργασίας στην Κύπρο οφείλουν να εργαστούν για ένα νέο «κοινωνικό συμβόλαιο», που θα θέσει τις προϋποθέσεις για μια διαφορετική κατεύθυνση. Το κοινωνικό κράτος σε συνθήκες κρίσης αποτελεί την απάντηση που υπηρετεί τα συμφέροντα της μεγάλης πλειοψηφίας των εργαζομένων και στηρίζει την προσπάθεια για να βγει η οικονομία από τις σημερινές ασφυκτικές συνθήκες.